- ντεσπεράδος
- ντεσπεράδος, -ον (Μ)απελπισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. desperado < λατ. desperatus «απελπισμένος» < λατ. despero «απελπίζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεσπεράδος — και ντεσπεράδος, α, ο ο απελπισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλ. ξεν. όρου πρβλ. ισπ. desperado] … Dictionary of Greek